ἴουλοι

ἴουλοι
ἴουλος
down
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἴουλοι — Ἴουλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλνος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), μετρίων διαστάσεων. Τα φύλλα του έχουν μίσχο, είναι πράσινα σκούρα, κολλώδη και λεία και στις δύο επιφάνειες. Στο σύνολό τους θυμίζουν λίγο τα φύλλα της οξιάς. Τα άνθη εμφανίζονται πριν από τα …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • λάριξ — (Larix). Γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων της υποοικογένειας laricoideae, της οικογένειας pinacea. Το γένος λ. περιλαμβάνει 11 είδη, τα οποία απαντώνται στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Βόρεια Αμερική. Είναι το μοναδικό κωνοφόρο των αλπικών… …   Dictionary of Greek

  • πετρώεις — εσσα, εν, Α αυτός που συχνάζει, που συνήθως βρίσκεται πάνω στις πέτρες («πετρώεντες ἴουλοι», Μαρκελ. Σιδ). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ανώμαλος τ. αντί τού πετρήεις*] …   Dictionary of Greek

  • πύλιγξ — γγος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πύλιγγες αἱ ἐν τῇ ἕδρα τρίχες καὶ ἴουλοι, βόστρυχοι κίκκινοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πυλεών] …   Dictionary of Greek

  • χνοώ — άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς] (για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδι αρχ. 1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.) 3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”